1. Δύο αρτιγέννητα Αυγουστιάτικα φεγγάρια
για ένα ονειροπόλο αναγνώστη
στον επικηρυκευόμενο υπερρεαλισμό των αβάσταχτων ορίων της φαντασμιακής πραγματικότητας
“Άνοιξα τα μάτια μου.Το φως του από ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι είχε τρυπώσει από τα ανοιχτό παράθυρο και στο κομοδίνο ήταν αφημένο ένα κοχύλι από την πρωτογενή Αιγηίδα και ένα φλοιό από ένα κούτσουρο της μεγάλης Ενότητας από την Θεσσαλία.Αναρωτήθηκα αν ήταν όνειρο όταν ξύπνησα….από την πρώτη αχτίνα του ήλιου που μπήκε από μια ρωγμή του χρόνου στα μάτια μου αρχίζοντας να ξημερώνει…”
Άκουσα ένα υπόκωφο χτύπο στην πόρτα πλησίασα μα δεν ήταν κανείς. Στο μικρό χαλάκι της εισόδου όμως υπήρχε ακουμπισμένο ένα μικρό δέμα. Αφαιρώντας το περιτύλιγμα ξεπρόβαλε ένα μικρό τετράδιο σημειώσεων. Το σήκωσα και το κράτησα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα με περιέργεια και έξαψη. Άρχισα να το ξεφυλλίζω με μεγάλη αδημονία και άρχισε μπροστά μου να ξεπροβάλλει, να διαγράφεται το ολόγραμμα του ανθρώπου που το έγραψε και να σκιαγραφώ το πορτραίτο του. Άρχισα να θυμάμαι πρόσωπα γεγονότα και λεπτομέρειες που απορούσα πως είναι δυνατόν να είχα ξεχάσει τόσο επιλήσμων και να ακούω τον ήχο μιας πραγματικότητας που κατέρρεε σε ορθή ανατροπή μιας πλάγιας ανάποδης σκέψης.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας Λέανδρος Λαμπρινός παρκάρισε αθόρυβα την μηχανή του κοντά στο πανεπιστήμιο. Έβγαλε την κρανιοφυλακτούσα περικεφαλαία του, γύρισε το δερμάτινο σακάκι του από την ανάποδη πλευρά που ήταν υφασμάτινη, μάζεψε τα μακριά μαλλιά του πίσω για να μην τον ενοχλούν και κατευθύνθηκε στο νεοκλασικό επιβλητικό μέγαρο της σχολής χαιρετώντας καθ οδόν τους φοιτητές του που συναντούσε.Ήταν γύρω στα πενήντα με συμπαγές γεροδεμένο σώμα, αδρά χαρακτηριστικά αλεξανδρινού τύπου, καστανός με μαύρα μάτια έντονο βλέμμα διεισδυτικό μετρίου ύψους. Ανέβηκε με γρήγορες κινήσεις την δεξιά σκάλα του τριεπιπέδου κτιρίου και πέρασε από την γραμματέα του για να υπαγορεύσει μία επείγουσα επιστολή.
Όταν μπήκε άνοιξε το παράθυρο του γραφείου και ένα ελαφρύ πρωινό αεράκι εισήλθε μαζί με την ευωδιά ενός αρωματικού φυτού, ενός νεαρού βασιλικού, διακριτική συντροφιά του που βρισκόταν στο περβάζι σε μια μικρή γλάστρα και κάθισε στα συσσωρευμένα χαρτιά βιβλία και στις άπειρες σημειώσεις. Βρισκόταν μπροστά του αρρυμοτόμητα και περίμεναν μια αρμοστή συναρμολόγηση και αναδιάταξη ενέργειας μαί με την αλλαγή πρόσοψης του τραπεζιού του. ‘Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του τινάζοντας το ψηλά με ηχηρό αναστεναγμό και μισόκλεισε τα μάτια του σε μια αναπόληση. Ενθυμήθηκε μια αξιοσημείωτη συνάντηση που έλαβε χώρα ένα καλοκαιρινό βράδυ κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο σε ένα φιλικό του σπίτι. Είχε συγκεντρωθεί μια παρέα και συζητούσαν φιλοσοφικά θέματα όταν η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον Ζαν Πωλ Σαρτ και την υπαρξιακή του φιλοσοφική ενασχόληση. Κάποιος από την παρέα αμφισβήτησε την σαρτρική συγγραφή επιχειρηματολογώντας πως υπήρξε υπερβολικά αδολέσχης και από ένα σημείο και μετά υπηρετούσε βιοποριστικό έργο και όχι γνήσια αναζήτηση της αλήθειας. Πήρε το μέρος του, υπερασπίζοντας τον σθεναρώς, λέγοντας πως είχε αποβάλλει μικροαστικές αντιλήψεις προσδοκίες και αυτός και η σύντροφος του η Σιμόν Ντεμπουβουάρ, όταν παρατήρησε ένα άνθρωπο που τον έβλεπε για πρώτη φορά και καθ όλη την διάρκεια να κάθεται αμίλητος και σκεφτικός στην θέση του. Ξαφνικά, τον βλέπει να σηκώνει το κεφάλι του με αδόκητο τίναγμα και τα βλέμματα τους να συναντιούνται σε μια διασταύρωση. Η φωνή του βαθιά και μυσταγωγική να εξηγεί πως, και μόνο που ήταν υποχρεωμένος να υπερασπίσει ο συγγραφέας φιλόσοφος την θεωρία του βρισκόταν στην μειονεκτική θέση αυταρέσκειας. Ήταν και η φωνή και αυτό που ειπώθηκε μα πιο πολύ ήταν αυτό το βλέμμα που του έκανε εντύπωση και του έγινε έμμονη ιδέα. Ήθελε με κάθε τρόπο να τον ξαναδεί, μα δεν ήξερε που και πως θα τον ξανάβρισκε γιατί σε λίγο είχε αποχωρήσει από την ομήγυρη. Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στην ζωή του και είχε μελετήσει τα βλέμματα τους. Τις περισσότερες φορές καθρεφτίζανε ακριβώς τον άνθρωπο αρπακτικό ή ζητιάνο που υπήρχε πίσω από αυτό και που προσπαθεί να αρπάξει κάτι η να ζητιανέψει κάθε φορά. Όμως αυτό το βλέμμα ήταν πέρα από όλα αυτά. Δεν πρόδιδε καμία ανησυχία και το κυριότερο καμιά προσδοκία. Είχε όμως γνώση. Σπάνια τα μάτια των ανθρώπων καθρεφτίζουν γνώση, είναι άδεια από αυτήν γιατί είναι απούσα μαζί με την αυτογνωσία. Το κυριότερο δεν είναι παρούσα και αποτελεσματική όταν την χρειάζονται. Οι περισσότεροι μοιάζουν τόσο ξένοι με τον εαυτό τους, τόσο μακρινοί σαν να φορούν ένα άλλο ρούχο που τους στενεύει ή τους έρχεται πολύ φαρδύ αλλά όχι στα μέτρα τους.
Το διακριτικό κτύπημα της γραμματέως του στην πόρτα τον επανέφερε στην πραγματικότητα και μετά την παράδοση της αλληλογραφίας κοίταξε απέναντι του τον πίνακα του Rene magritte με την σουρεαλιστική αυτοαντανάκλαση του Edward James που ήταν κρεμασμένος ανάποδα και χαμογέλασε μόνος του με ελαφρό μειδίαμα. Όσοι έμπαιναν στο γραφείο τον πρόσεχαν και έμεναν απορημένοι. Οι πιο παρορμητικοί και εξωστρεφείς τύποι κυνηγοί, ταχείας κάυσεως ρωτούσαν κιόλας, γιατί ήταν κρεμασμένο το κάδρο ανάποδα; Η απάντηση ήταν αδυσώπητα στερεότυπη:
-Μα πως θα μπορούσα να κερδίσω την προσοχή σου και να με ρωτήσεις και να αναρωτηθείς… αν, το είχα τοποθετήσει κανονικά! Χαίρομαι όμως που με ρωτάς αν και δεν θα με πείραζε καθόλου, αν δεν σου γεννιόταν η απορία.Οι υπόλοιποι, εσωστρεφείς ονειρικοί σκεπτικιστές παίρναν την ερώτηση μαζί τους. Θα ψάχναν για την απάντηση με τον τρόπο τους μιας βραδυφλεγής αλυσιδωτής αντίδρασης.
Φόρεσε την ανώνυμη μάσκα του μπλόγγγερ, κάθισε μπροστά στον υπολογιστή του και άρχισε να γράφει:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αν η γνώση δημιουργεί προβλήματα,
η άγνοια αναμφίβολα δεν μπορεί να τα λύσει