Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Παραμυθένια λόγια



Ένα παραμύθι... χωρίς Όνομα!
A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ
ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια
οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:
- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η
ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση
του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις
σαν καλός βασιλιάς.
Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο
ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ' άλλα δωμάτια, οι μεγάλες
σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος
ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επι-
διορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και
σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα
παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.
Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα
δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του.
Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ
Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.
- Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου, η Ειρήνη κι
εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.
Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να κατα-
λαβαίνει.
- Τι είναι αυτά; ρώτησε.
- Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.
- Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.
- Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.
Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη
τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.
Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.
- Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.
Η Γνώση γέλασε.
- Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.- Το ίδιο δεν κάνει;
- Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη
σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι.- Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασι-
λόπουλο. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!
- Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι κα-
ταγίνεσαι όλη μέρα;
- Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί-
νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
- Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
- Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
- Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση.
Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;- Τι να του κάνω;
- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε
περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για
τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να
καλοζεί.
- Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. Η Γνώση γέ-
λασε.
- Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανά-
μεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου
πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα.
- Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριά ν' αποχαιρετήσουν την
κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί.
- Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.
- Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω
πίσω.Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το
έχωσε στην τσέπη τους.
- Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου.
Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο
του παλατιού.
Δ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ....ήταν μακρύς...
Κ'. ΣΥΝΕΤΟΣ Β'
Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος.Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον
καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την
οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία.
Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι
έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Τώρα, είπε, που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι,
μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα
πράματα.
Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη
και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε:
- Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις;
- Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. Εγώ;
Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;
- Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσα μου, είπε ο Συνετός. Μου
έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! Πες, Γνώ-
ση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο;Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους
είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του.
- Με την ευλογία μου, είπε, ναι! Μαζί να κυβερνήσετε το Κρά-
τος.
- Και σα μάθει τους αρραβώνες σας ο θείος Βασιλιάς, τι θα πει;
ρώτησε γελώντας η Ειρηνούλα.
- Θα ζητήσει εσένα για το γιο του, είπε η κυρα-Φρόνηση. Και με
το μάτι έκανε νόημα του Βασιλιά να κοιτάξει τον Πολύκαρπο.
Ο δυστυχισμένος αρχικαγκελάριος είχε χλωμιάσει έξαφνα, κα-
θώς άκουσε τα λόγια της κυρα-Φρόνησης, και τρέμοντας κοίταζε
την Ειρηνούλα, σα να περίμενε από τα χείλια της ν' ακούσει την κα-
ταδίκη του.
Η Βασιλοπούλα κοκκίνισε, γύρισε και τον είδε και κατέβασε τα
μάτια της, ντροπαλή και μουδιασμένη.
- Και... και θα δεχθείς, Βασιλοπούλα μου; ρώτησε ο αρχικαγκε-
λάριος με φωνή πνιγμένη.
- Όχι, Πολύκαρπε... μουρμούρισε η Ειρηνούλα χωρίς να τον
κοιτάξει.
- Ελπίζω να μη μας κάνει τέτοια πρόταση ο θείος Βασιλιάς, είπε
γελώντας ο Συνετός, ειδεμή θα ξανανάψει ο θυμός του. Γιατί την
Ειρηνούλα μας τη θέλομε δω.
Και παίρνοντας το χέρι της αδελφής του, το έβαλε στου Πολύ-
καρπου που κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά του.
- Απεναντίας! Πρέπει να μας κάνει την πρόταση, για ν' αρπάξει
και δεύτερη προσβολή! είπε ο γερο-Βασιλιάς που δεν είχε χωνέψει
ακόμα το γαϊδουρίσιο κεφάλι.
Και χαρούμενος, αγκαλιάζοντας τα παιδιά του πρόσθεσε:
- Και σα δεν του αρέσει, ας έλθει πάλι με το στρατό του να ξα-
νανιώσει πώς τρυπούν τα βέλη του Κακομοιρίδη...
Μα δεν πρόφθασε ο καημένος ο θείος Βασιλιάς ν' αρπάξει τη
δεύτερη προσβολή, ούτε να ξανανιώσει αν τρυπούσαν τα βέλη του
Κακομοιρίδη.
Σαν άνοιξε το πανέρι και αναγνώρισε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και
άκουσε τα λόγια του Βασιλόπουλου, που του τα επανέλαβε ο αρχι-
καγκελάριός του, τόσος θυμός τον έπιασε, που έπεσε ξερός στο πά-
τωμα.
Και σαν τον σήκωσαν να τον βάλουν στο κρεβάτι, είδαν πως
ήταν πεθαμένος.
Την ημέρα της στέψεως του, ο Συνετός Β' κατέβηκε στο ποτάμι
να κάνει μνημόσυνο για όσους είχαν πέσει στην περίφημη εκείνη
νυχτερινή μάχη.
Στον ίσκιο των πλατάνων, δυο άσπροι πέτρινοι σταυροί έστεκαν
πλάγι-πλάγι: ο τάφος του Πολύδωρου και ο τάφος του νέου της τα-
βέρνας.
Κρέμασε ο Συνετός και στους δυο από ένα στεφάνι δάφνης.
- Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης,
δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου.
- Άλλο ένα; Γιατί;
- Για τον Αφανέρωτο Ήρωα, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.
Ο Συνετός τον κοίταξε.
- Δεν καταλαβαίνω, είπε.
- Δε γύρισε ποτέ ο κουλός από το τελευταίο του ταξίδι, Αφέντη.
- Τι έγινε, ξέρεις; Έμαθες καμιάν είδηση; ρώτησε ο Συνετός.
Ο πρωτομάστορης αργοκούνησε το κεφάλι.
- Τρία χρόνια τον περίμενα, είπε, και κάθε βράδυ, σα βασίλευε ο
ήλιος, έρχουμουν στο ίδιο μέρος, όπου για τελευταία φορά τον είδα,
με την ελπίδα πως ίσως θα ξαναγύριζε. Μα τώρα δεν τον περιμένω
πια...
- Μπορεί να πήγε στα ξένα σαν τόσους άλλους, είπε ο Συνετός.
Ο πρωτομάστορης έμεινε συλλογισμένος.
- Εγώ ξέρω πως δεν πήγε, είπε στο τέλος. Έτσι που τον ήξερα,
ήταν άνθρωπος να δώσει τη ζωή του χωρίς λόγια, σιωπηλά και αφα-
νέρωτα για τον τόπο του. Ν' αφήσει όμως την Πατρίδα, την ώρα
του κινδύνου, ποτέ!
Κάμποση ώρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε.
Ύστερα ο νέος Βασιλιάς έκοψε ένα κλαδί δάφνης από το δέντρο
και το ακούμπησε στον τάφο του Πολύδωρου.
- Για τον Αφανέρωτο Ήρωα... είπε.
- ...Και για όσους δίνουν τη ζωή τους σιωπηλά και ταπεινά στην
Πατρίδα, χωρίς η Πατρίδα να τους ξέρει ποτέ... πρόσθεσε ο πρωτο-
μάστορης.
Και γονατίζοντας προσκύνησαν τον τάφο.

Λόγια της  Πηνελόπης Δέλτα

 

2 σχόλια:

  1. Δ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ....ήταν μακρύς
    ...γα την ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
    σε νόστιμον ήμαρ
    α Οδυσσείας
    «άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά
    πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσεν
    πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω,
    πολλά δ’ ό γ’ εν πόντω πάθεν έλγεα όν κατά θυμόν,
    αρνύμενος ήν τε ψυχήν και νόστον εταίρων,
    αλλ’ ουδ’ ως ετάρους ερρύσατο, ιέμενός περ
    αυτών γαρ σφετέρησιν ατασθαλίησιν όλοντο,
    νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο
    ήσθιον αυτάρ ο τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ,
    των αμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, ειπέ και ημίν.»

    ΙΘΑΚΗ * Νόστιμον Ήμαρ * ITHAKA

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Παραμυθένια λόγια
    στην κουπαστή
    ……κάπου απέναντι
    είναι το νησί σε διαδρόμους επώνυμους με ιστορική ανατροπή

    Τα μάτια κλείστε
    γλυκά ακουμπήστε
    στην κουπαστή.
    Το χρόνο αφήστε
    καινούρια ψέματα
    να φανταστεί.
    Είναι μια νύχτα
    μια τρελή βραδιά
    που λάμπουν τ’ άστρα
    λάμπει κι η καρδιά
    και κάπου απέναντι
    είναι το νησί
    που ‘χει κοράλλια
    κι η αμμουδιά χρυσή
    κι αυτό τ’ αγέρι – πως
    κυλάει σαν χέρι – πως
    και φέρνει σήμερα
    μια τέτοια χίμαιρα
    ξανά στο φως.
    Τα μάτια κλείστε
    γλυκά ακουμπήστε στην
    κουπαστή.
    Το χρόνο αφήστε
    καινούρια ψέματα
    να φανταστεί
    και τι μας νοιάζει πια
    αφού η νύχτα πήρε τα κουπιά
    τα μάτια κλείστε
    και δώστε στ’ όνειρο,
    τρελά φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αν η γνώση δημιουργεί προβλήματα,
η άγνοια αναμφίβολα δεν μπορεί να τα λύσει